τυφοπλάστης

τυφοπλάστης
ὁ, Α
αυτός που επινοεί ψεύδη («μυθογράφων ἢ μιμολόγων ἢ τυφοπλαστῶν τὰ μηδενὸς ἄξια σεμνοποιούντων», Φίλων).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῦφος + πλάστης (< πλάσσω), πρβλ. κηρο-πλάστης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τυφοπλαστῶν — τυφοπλάστης inventor of falsehood masc gen pl τυφοπλαστέω invent a falsehood pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυφοπλαστώ — έω, Α [τυφοπλάστης] επινοώ ψεύδη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”